- Ρουμελιώτης
- ο , Ρουμελιώτισσα η румелиот, -ка (житель, -ница материковой Греции)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ρουμελιώτης — ο, θηλ. Ρουμελιώτισσα, Ν [Ρούμελη] ο κάτοικος τής Ρούμελης ή αυτός που κατάγεται από τη Ρούμελη, από τη Στερεά Ελλάδα … Dictionary of Greek
Ρουμελιώτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Ρούμελης ή εκείνος που κατάγεται απ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… … Dictionary of Greek
ρουμελιώτικος — η, ο, Ν [Ρουμελιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρούμελη ή στους Ρουμελιώτες (α. «ρουμελιώτικα τραγούδια» β. «ρουμελιώτικη λεβεντιά») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ρουμελιώτικα το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα τής Ρούμελης. επίρρ...… … Dictionary of Greek
Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Διδυμότειχο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 103 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 95 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω οκτώ αρχιερατικές περιφέρειες:… … Dictionary of Greek
Λαϊνάς, Θεόκτιστος — (Υπάτη Φθιώτιδας 1934 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ πραγματοποίησε και μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής και γυμνασιάρχης σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης … Dictionary of Greek